λογισμοῦ

λογισμοῦ
λογισμός
counting
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Οὔτε ἴππῳ χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτω χωρὶς λογισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. — См. Саврас без узды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… …   Dictionary of Greek

  • απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • απειροστό — Ο όρος εμφανίστηκε κατά τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του απειροστικού λογισμού και έδωσε σε αυτόν την ονομασία του. Σήμαινε κάθε μεταβλητή ποσότητα, όσο γίνεται μικρή, αλλά όχι μηδενική. Με την έννοια αυτή χρησιμοποίησαν τον όρο οι πρόδρομοι του …   Dictionary of Greek

  • Καραθεοδωρής — Επώνυμο οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, τα μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική και στις επιστήμες. 1. Αλέξανδρος (Κωνσταντινούπολη 1833 – 1906). Διπλωμάτης και συγγραφέας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως υπάλληλος στο υπουργείο Εξωτερικών …   Dictionary of Greek

  • Μπερνούλι, Τζάκομο — (Giacomo Bernoulli, Βασιλεία 1654 – 1705). Ελβετός μαθηματικός. Υπήρξε μεταξύ των πρώτων που εκτίμησαν τη σημασία του διαφορικού λογισμού, ο οποίος είχε εισαχθεί τότε από τον Λάιμπνιτς, και χρησιμοποίησε τη μέθοδο αυτή σε διάφορα θέματα… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • Βαρινιόν, Πιέρ — (Pierre Varignon, Καν 1654 – Παρίσι 1722). Γάλλος μαθηματικός. Υπήρξε από τους πρώτους που εφάρμοσαν στη μηχανική (αρχή των δυνατών έργων κλπ.) τις μεθόδους του απειροστικού λογισμού του Νεύτωνα και του Λάιμπνιτς. Εκτός από τις μελέτες του στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”